- τροπολογώ
- [трополого] р. видоизменять,end поправлять, исправлять. .
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
τροπολογώ — τροπολογῶ, έω, ΝΜΑ [τροπολόγος] νεοελλ. εισάγω τροπολογία ή τροπολογίες μσν. αρχ. μιλώ, εκφράζομαι με μεταφορικό τρόπο, με μεταφορές … Dictionary of Greek
τροπολογώ — τροπολόγησα, τροπολογήθηκα, τροπολογημένος, μτβ., κάνω τροπολογία (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-λογώ — (AM λογῶ, έω) β΄ συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος (πρβλ. αισχρολογώ < αισχρολόγος), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό λογώ λειτούργησε ως παραγωγική κατάληξη, με αποτέλεσμα να… … Dictionary of Greek
τροπολογία — η, ΝΜΑ [τροπολογῶ] νεοελλ. 1. τροποποίηση τής λεκτικής διατύπωσης ή τών λεπτομερειών ενός θέματος 2. (νομ.) σύντομο κείμενο που εισάγεται σε ένα σχέδιο νόμου, απόφασης, ψηφίσματος ή συνθήκης και με το οποίο διευκρινίζονται, συμπληρώνονται ή… … Dictionary of Greek
τροπολογικός — ή, ό / τροπολογικός, ή, όν, ΝΜ [τροπολογῶ] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τροπολογία. επίρρ... τροπολογικῶς Μ με τροπολογική*, μεταφορική έκφραση … Dictionary of Greek